περικυδαίνω

περικυδαίνω
Α
τιμώ ή εγκωμιάζω κάποιον με μεγαλοπρέπεια, αποδίδω την ύψιστη τιμή σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + κυδαίνω «αποδίδω τιμή, δοξάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”